- πολιτάρχας
- πολιτάρχᾱς , πολιτάρχηςcivic magistratemasc acc plπολιτάρχᾱς , πολιτάρχηςcivic magistratemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) αξίωμα που έφερε ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατά την πολιορκία τής Ακρόπολης από τους Τούρκους 2. (επί Καποδίστρια) διευθυντής τής αστυνομίας μσν. αρχ. πολιτικός άρχοντας («μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek